σίμ(μ)υ — το, Ν είδος αμερικανικού χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shimmy «δονούμαι, ταλαντεύομαι»] … Dictionary of Greek
μεγατίμιος — μεγατίμιος, ον (Μ) 1. (για πρόσ.) μεγάτιμος, μεγαλότιμος, πολυτίμητος («ἀνδρὸς μεγατιμίου», Θεοφ. Σιμ.) 2. (για πράγματα) πολύτιμος («δώροις μεγατιμίοις», Θεοφ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + τίμιος] … Dictionary of Greek
σιμιακόν — τὸ, Α [Σιμ(μ)ίας] (ενν. μέτρον) μέτρο στιχουργικό, από το όνομα τού φιλοσόφου Σιμ(μ)ίου … Dictionary of Greek
επίσαλος — ἐπίσαλος, ον (AM) [επισαλεύω] 1. αυτός που σαλεύει, που κινείται στη θάλασσα 2. αβέβαιος, άστατος, ευμετάβολος («ἐπισάλων τῶν... ἐλπίδων γενομένων», Θεοφύλ. Σιμ.) … Dictionary of Greek
κατάπληκτος — η, ο (AM κατάπληκτος, ον, Μ θηλ. και η) [καταπλήσσω] νεοελλ. ο κατεχόμενος από κατάπληξη, έκπληκτος, εκστατικός, εμβρόντητος, άναυδος μσν. αρχ. (εσφ. ανάγν. αντί καταπληκτικός), αυτός που προξενεί κατάπληξη και θαυμασμό, ο αξιοθαύμαστος, ο… … Dictionary of Greek
καταβύω — και καταβυώνω (Μ) φράζω («τὰ ὦτα καταβύουσα», Θεοφύλ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βύω «κλείνω, αποφράσσω»] … Dictionary of Greek
καταφοιτώ — καταφοιτῶ, άω AM, Α και ιων. τ. έω (επιτ. τ. τού φοιτώ) μσν. καταλήγω («καὶ κατεφοίτα πρὸς τὴν πρᾱξιν ὁ λόγος», Θεοφύλ.Σιμ.) αρχ. 1. κατέρχομαι, κατεβαίνω, επιφοιτώ 2. κατεβαίνω συνεχώς ή τακτικά, όπως τα άγρια θηρία κατεβαίνουν από τα βουνά για… … Dictionary of Greek
κλινοφόρος — κλινοφόρος, ον (Α) κλινηφόρος*, αυτός που είναι φορτωμένος, που κουβαλάει κρεβάτι («κλινοφόροι ἡμίονοι», Θεοφ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + φόρος (< φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος] … Dictionary of Greek
λειτουργικότητα — η 1. η ιδιότητα τού λειτουργικού 2. το να ανταποκρίνεται κάτι κατά τον καλύτερο τρόπο στους σκοπούς για τους οποίους έχει κατασκευαστεί 3. φρ. (επιστημολ.) «η θεωρία τής λειτουργικότητας» ο λειτουργισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειτουργικός. Η λ., στον… … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek